Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐλαφρός Η

См. также в других словарях:

  • ελαφρός, -ή, -ό — και ελαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφρός, ή, ό και (α)λαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφριός, ά, ό επίρρ. ά και ιά 1. που έχει μικρό σχετικά βάρος, ανάλαφρος, που εύκολα μετατοπίζεται: Ελαφριά βαλίτσα. 2. που έχει μικρό ειδικό βάρος: Το μπαμπάκι είναι πιο ελαφρό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλαφρός — light in weight masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… …   Dictionary of Greek

  • ἐλαφρά — ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc pl ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc/acc dual ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφρότερον — ἐλαφρός light in weight adverbial comp ἐλαφρός light in weight masc acc comp sg ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφροτάτων — ἐλαφρός light in weight fem gen superl pl ἐλαφρός light in weight masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφροτέραις — ἐλαφρός light in weight fem dat comp pl ἐλαφροτέρᾱͅς , ἐλαφρός light in weight fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφροτέρων — ἐλαφρός light in weight fem gen comp pl ἐλαφρός light in weight masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφροτέρως — ἐλαφρός light in weight adverbial comp ἐλαφρός light in weight masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφρῶν — ἐλαφρός light in weight fem gen pl ἐλαφρός light in weight masc/neut gen pl ἐλαφρόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐλαφρόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐλαφρόω pres part act masc nom sg ἐλαφρόω pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφρόν — ἐλαφρός light in weight masc acc sg ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»